ποικιλίς

ποικιλίς
ποικῐλ-ίς, ίδος, , an unknown bird which eats the lark's eggs, Arist.HA609a6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποικιλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλίς — ίδος, ἡ, Α είδος πτηνού, πιθ. με διάστικτο πτέρωμα, το οποίο τρώγει τα αβγά τού κορυδαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αγαθ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλίδες — ποικιλίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”